χρηστομαθής: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=christomathis
|Transliteration C=christomathis
|Beta Code=xrhstomaqh/s
|Beta Code=xrhstomaqh/s
|Definition=ὁ<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, ἡ <b class="b2">an adept in polite learning</b>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.6.2</span>. Adv. -θῶς, εἴρηται Phld.<span class="title">Mus.</span>p.83K.</span>
|Definition=ὁ<br><span class="bld">A</span>, ἡ an [[adept]] in [[polite]] [[learning]], Cic.''Att.''1.6.2. Adv. [[χρηστομαθῶς]], εἴρηται Phld.''Mus.''p.83K.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
}}
{{elru
|elrutext='''χρηστομᾰθής:''' [[получивший основательное образование]] ([[homo]] Cic.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστομαθής''': -ές, (√ΜΑΘ, [[μανθάνω]]) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, [[φιλομαθής]]· - χρηστομᾰθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.
|lstext='''χρηστομαθής''': -ές, (√ΜΑΘ, [[μανθάνω]]) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, [[φιλομαθής]]· - [[χρηστομαθέω]], ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[φιλομαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μαθαίνει [[καθετί]] το χρήσιμο, το ωφέλιμο<br /><b>3.</b> (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει [[αντικείμενο]] μελέτης<br /><b>4.</b> το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ χρηστομαθές</i><br />η [[χρηστομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρηστομαθῶς</i> Α<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]] [[τὸ]] «[[γνώση]], [[μάθηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀξιο</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[φιλομαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μαθαίνει [[καθετί]] το χρήσιμο, το ωφέλιμο<br /><b>3.</b> (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει [[αντικείμενο]] μελέτης<br /><b>4.</b> το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ χρηστομαθές</i><br />η [[χρηστομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρηστομαθῶς</i> Α<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]] τὸ «[[γνώση]], [[μάθηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. [[ἀξιομαθής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρηστομᾰθής:''' получивший основательное образование ([[homo]] Cic.).
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστομᾰθής Medium diacritics: χρηστομαθής Low diacritics: χρηστομαθής Capitals: ΧΡΗΣΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: chrēstomathḗs Transliteration B: chrēstomathēs Transliteration C: christomathis Beta Code: xrhstomaqh/s

English (LSJ)


A, ἡ an adept in polite learning, Cic.Att.1.6.2. Adv. χρηστομαθῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.

German (Pape)

[Seite 1376] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.

Russian (Dvoretsky)

χρηστομᾰθής: получивший основательное образование (homo Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

χρηστομαθής: -ές, (√ΜΑΘ, μανθάνω) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, φιλομαθής· - χρηστομαθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιομαθής].