συνεραστής: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synerastis
|Transliteration C=synerastis
|Beta Code=sunerasth/s
|Beta Code=sunerasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[joint lover]], <span class="bibl">Timocl.8.6</span>; <b class="b3">σ. τινῶν τῇ πόλει</b> [[loving]] them <b class="b2">jointly with . .</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>8.41</span>, cf. <span class="bibl">Plot.5.8.10</span>.
|Definition=συνεραστοῦ, ὁ, [[joint lover]], Timocl.8.6; <b class="b3">σ. τινῶν τῇ πόλει</b> [[loving]] them jointly with.., X.''Smp.''8.41, cf. Plot.5.8.10.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[rival en amour]];<br /><b>2</b> [[épris aussi de]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitliebhaber]], [[Nebenbuhler]]</i>, Xen. <i>Symp</i>. 8.43.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεραστής:''' οῦ ὁ [[также любящий]], [[соперник в любви]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ [[ἐραστής]], Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.
|lstext='''συνεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ [[ἐραστής]], Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rival en amour;<br /><b>2</b> épris aussi de.<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεραστής:''' -οῦ, ὁ, από κοινού [[εραστής]], αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεραστής:''' -οῦ, ὁ, από κοινού [[εραστής]], αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεραστής:''' οῦ ὁ также любящий, соперник в любви Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-εραστής, οῦ, ὁ,<br />a [[joint]] [[lover]], Xen.
|mdlsjtxt=συν-εραστής, οῦ, ὁ,<br />a [[joint]] [[lover]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεραστής Medium diacritics: συνεραστής Low diacritics: συνεραστής Capitals: ΣΥΝΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synerastḗs Transliteration B: synerastēs Transliteration C: synerastis Beta Code: sunerasth/s

English (LSJ)

συνεραστοῦ, ὁ, joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with.., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.

German (Pape)

ὁ, der Mitliebhaber, Nebenbuhler, Xen. Symp. 8.43.

Russian (Dvoretsky)

συνεραστής: οῦ ὁ также любящий, соперник в любви Xen.

Greek (Liddell-Scott)

συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).

Greek Monotonic

συνεραστής: -οῦ, ὁ, από κοινού εραστής, αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.

Middle Liddell

συν-εραστής, οῦ, ὁ,
a joint lover, Xen.