καμήλειος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kamileios | |Transliteration C=kamileios | ||
|Beta Code=kamh/leios | |Beta Code=kamh/leios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[of a camel]]: [[καμήλεια]] (''[[sc.]]'' [[κρέα]]) [[camel's flesh]], Porph.''Abst.''1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον ''PHolm.'' 15.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμήλειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ.. | |lstext='''κᾰμήλειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ.. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμήλειος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμήλα]] ή προέρχεται από αυτήν, [[καμηλήσιος]] («καμήλεια [ενν. <i>κρέατα</i>] ἐσθίειν», Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>βουβάλ</i>-<i>ειος</i>, [[δελφίν]]-<i>ειος</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον PHolm. 15.18.
German (Pape)
[Seite 1316] vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσθίειν Porphyr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμήλειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..
Greek Monolingual
καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].