αὐτοδέσποτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftodespotos | |Transliteration C=aftodespotos | ||
|Beta Code=au)tode/spotos | |Beta Code=au)tode/spotos | ||
|Definition= | |Definition=αὐτοδέσποτον, [[at one's own will]], [[free]], Hierocl.''Prov.''ap.Phot. ''Bibl.''p.172 B.; [[absolute master]], παθῶν [[LXX]] ''4 Ma.''1.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene voluntad libre e independiente]], [[βούλησις]] Meth.<i>Res</i>.1.38<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ αὐτοδέσποτον]] = [[libre albedrío]] τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.<i>Prou</i>. en Phot.<i>Bibl</i>.172b28.<br /><b class="num">2</b> [[dueño absoluto]] αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός [[LXX]] 4<i>Ma</i>.1.30, cf. 1.1, 13.1<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ αὐτοδέσποτον]] = [[poder absoluto]] τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.<i>Io</i>.11.<br /><b class="num">3</b> adv. [[αὐτοδεσπότως]] = [[libremente]], [[αὐτοδεσπότως]] [[αἱρεῖσθαι]] τὰ ἀρέσκοντα Meth.<i>Symp</i>.8.13. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοδέσποτος''': -ον, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], [[ἐλεύθερος]], Ἱεροκλ. 242· [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], παθῶν Ἰωσήπ. Μακκ. 2. 13. ― Ἐπίρρ. αὐτοδεσπότως, μεταγεν. | |lstext='''αὐτοδέσποτος''': -ον, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], [[ἐλεύθερος]], Ἱεροκλ. 242· [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], παθῶν Ἰωσήπ. Μακκ. 2. 13. ― Ἐπίρρ. αὐτοδεσπότως, μεταγεν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοδέσποτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτοδιοικούμενος, [[αυτεξούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους [[διοίκηση]], που δεν υπάγονται στη [[δικαιοδοσία]] του επισκόπου της περιοχής<br /><b>αρχ.</b><br />[[κύριος]] του [[εαυτού]] του. | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοδέσποτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτοδιοικούμενος, [[αυτεξούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους [[διοίκηση]], που δεν υπάγονται στη [[δικαιοδοσία]] του επισκόπου της περιοχής<br /><b>αρχ.</b><br />[[κύριος]] του [[εαυτού]] του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐτοδέσποτον, at one's own will, free, Hierocl.Prov.ap.Phot. Bibl.p.172 B.; absolute master, παθῶν LXX 4 Ma.1.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene voluntad libre e independiente, βούλησις Meth.Res.1.38
•subst. τὸ αὐτοδέσποτον = libre albedrío τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.Prou. en Phot.Bibl.172b28.
2 dueño absoluto αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4Ma.1.30, cf. 1.1, 13.1
•subst. τὸ αὐτοδέσποτον = poder absoluto τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.Io.11.
3 adv. αὐτοδεσπότως = libremente, αὐτοδεσπότως αἱρεῖσθαι τὰ ἀρέσκοντα Meth.Symp.8.13.
German (Pape)
[Seite 397] ὁ, Selbstherrscher, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδέσποτος: -ον, κύριος ἑαυτοῦ, ἐλεύθερος, Ἱεροκλ. 242· ἀπόλυτος κύριος, παθῶν Ἰωσήπ. Μακκ. 2. 13. ― Ἐπίρρ. αὐτοδεσπότως, μεταγεν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοδέσποτος, -ον)
νεοελλ.
αυτοδιοικούμενος, αυτεξούσιος
μσν.
«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους διοίκηση, που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
αρχ.
κύριος του εαυτού του.