ἀκυρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akyrologia
|Transliteration C=akyrologia
|Beta Code=a)kurologi/a
|Beta Code=a)kurologi/a
|Definition=ἡ, [[incorrect phraseology]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>4</span> (nisileg. <b class="b3">ἀκαιρο-</b>, [[quod vide|q.v.]]). ἄκυρον, τό, = [[ἄλισμα]], Ps.-Dsc.3.152.
|Definition=ἡ, [[incorrect phraseology]], D.H.''Lys.''4 (nisileg. <b class="b3">ἀκαιρο-</b>, [[quod vide|q.v.]]). ἄκυρον, τό, = [[ἄλισμα]], Ps.-Dsc.3.152.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκυρολογία]])<br />λανθασμένη [[χρήση]] μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η [[ακυρολογία]] [[μαζί]] με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «<i>τὰς τρεῖς κακίας περὶ λόγον</i>»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρολογῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρολογικός]]].
|mltxt=η (Α [[ἀκυρολογία]])<br />λανθασμένη [[χρήση]] μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η [[ακυρολογία]] [[μαζί]] με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «<i>τὰς τρεῖς κακίας περὶ λόγον</i>»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρολογῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρολογικός]]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἡ, = ἀκιρία, Dion.Hal. <i>Lys</i>. 4.
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκυρολογία Medium diacritics: ἀκυρολογία Low diacritics: ακυρολογία Capitals: ΑΚΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: akyrología Transliteration B: akyrologia Transliteration C: akyrologia Beta Code: a)kurologi/a

English (LSJ)

ἡ, incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
gram. dicción incorrecta Hdn.Gr. en An.Boiss.3.262, Phlp.Aet.157.9, Charis.270, Isid.Etym.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῡρολογία: ἡ, ἀκατάλληλος φράσις, καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῖς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = ἀκιρία, Dion.Hal. Lys. 4.