πυξάκανθα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyksakantha
|Transliteration C=pyksakantha
|Beta Code=puca/kanqa
|Beta Code=puca/kanqa
|Definition=[<b class="b3">ᾰκ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thorn like the box-tree</b>,= <b class="b3">λύκιον</b>, Dsc.1.100: also πυξάκανθος, Lat. <b class="b2">pyxacanthus</b>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>12.31</span>, <span class="bibl">24.125</span>, Gal.12.63.</span>
|Definition=[ᾰκ], ἡ, [[thorn like the box-tree]], = [[λύκιον]], Dsc.1.100: also [[πυξάκανθος]], Lat. [[pyxacanthus]], Plin.''HN''12.31, 24.125, Gal.12.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυξάκανθα''': ἡ, [[εἶδος]] ἀκάνθης ὁμοίας πρὸς πύξον, (πυξάρι), ἀλλαχοῦ [[λύκιον]], Διοσκ. 1. 132, Πινδ. 12. 15.
|lstext='''πυξάκανθα''': ἡ, [[εἶδος]] ἀκάνθης ὁμοίας πρὸς πύξον, (πυξάρι), ἀλλαχοῦ [[λύκιον]], Διοσκ. 1. 132, Πινδ. 12. 15.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[πυξάκανθος]] Α<br />[[είδος]] ακάνθας που μοιάζει με πύξο<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[πύξος]] η [[αειθαλής]], κν. [[πυξάρι]] ή πιμισίρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύξος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυξάκανθα Medium diacritics: πυξάκανθα Low diacritics: πυξάκανθα Capitals: ΠΥΞΑΚΑΝΘΑ
Transliteration A: pyxákantha Transliteration B: pyxakantha Transliteration C: pyksakantha Beta Code: puca/kanqa

English (LSJ)

[ᾰκ], ἡ, thorn like the box-tree, = λύκιον, Dsc.1.100: also πυξάκανθος, Lat. pyxacanthus, Plin.HN12.31, 24.125, Gal.12.63.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, Buxbaumdorn, sonst Λύκιον.

Greek (Liddell-Scott)

πυξάκανθα: ἡ, εἶδος ἀκάνθης ὁμοίας πρὸς πύξον, (πυξάρι), ἀλλαχοῦ λύκιον, Διοσκ. 1. 132, Πινδ. 12. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α
είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο
νεοελλ.
το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα.