τάρφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tarfos
|Transliteration C=tarfos
|Beta Code=ta/rfos
|Beta Code=ta/rfos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thicket</b>, βαθείης τάρφεσιν ὕλης <span class="bibl">Il.5.555</span>; βαθέης ἐν τ. ὕλης <span class="bibl">15.606</span>; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα <span class="bibl">A.R.4.1238</span>. (From <b class="b3">τρέφω</b> <b class="b2">thicken</b>.) </span>
|Definition=εος, τό, [[thicket]], βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From [[τρέφω]] [[thicken]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] τό (mit [[τρέφω]], dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] τό (mit [[τρέφω]], dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.
}}
{{elru
|elrutext='''τάρφος:''' εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τάρφος:''' εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τάρφος]], εος,<br />a [[thicket]], Il. [From [[τρέφω]] to [[thicken]].]
|mdlsjtxt=[[τάρφος]], εος,<br />a [[thicket]], Il. [From [[τρέφω]] to [[thicken]].]
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρφος Medium diacritics: τάρφος Low diacritics: τάρφος Capitals: ΤΑΡΦΟΣ
Transliteration A: tárphos Transliteration B: tarphos Transliteration C: tarfos Beta Code: ta/rfos

English (LSJ)

εος, τό, thicket, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From τρέφω thicken.)

German (Pape)

[Seite 1072] τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.

Russian (Dvoretsky)

τάρφος: εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνὸν φύλλωμα, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555 βαθέης ἐνὶ τ. ὑ. Ο. 606· τάρφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1238. (Ἐκ τοῦ τρεφέω, πυκνὸν ποιῶ).

English (Autenrieth)

εος (τρέφω): thicket, only dat. pl., ἐν τάρφεσιν ὕλης, Il. 5.555 and Il. 15.606.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρφ- του τρέφω. Παράλληλα με το επίθ. ταρφύς μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού ταρφειαί (πρβλ. θαμειαί, πυκιναί), από όπου το επίθ. ταρφειός].

Greek Monotonic

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ. (Από το τρέφω = κάνω κάτι πυκνό, πυκνώνω).

Middle Liddell

τάρφος, εος,
a thicket, Il. [From τρέφω to thicken.]