βάρδιστος: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vardistos | |Transliteration C=vardistos | ||
|Beta Code=ba/rdistos | |Beta Code=ba/rdistos | ||
|Definition=η, ον, poet. for [[βράδιστος]], Sup. of [[βραδύς]], | |Definition=η, ον, ''poet.'' for [[βράδιστος]], Sup. of [[βραδύς]], Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp. βαρδύτερος Theoc.29.30. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp. βαρδύτερος Theoc.29.30.
Spanish (DGE)
βαρδύτερος v. βραδύς.
German (Pape)
[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.
French (Bailly abrégé)
poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.
Greek (Liddell-Scott)
βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
English (Autenrieth)
see βραδύς.
Greek Monotonic
βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]