δυσεκπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysekperatos
|Transliteration C=dysekperatos
|Beta Code=dusekpe/ratos
|Beta Code=dusekpe/ratos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to pass out from, hard to escape</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>678</span> (lyr.), <span class="bibl">883</span> (lyr., v. l. <b class="b3">δυσεκπέραντος</b>).</span>
|Definition=δυσεκπέρατον, [[hard to pass out from]], [[hard to escape]], E.''Hipp.''678 (lyr.), 883 (lyr., [[varia lectio|v.l.]] [[δυσεκπέραντος]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=(δυσεκπέρᾱτος) -ον<br />[[del que es difícil librarse]] πάθος E.<i>Hipp</i>.678, ὀλοὸν κακόν E.<i>Hipp</i>.883.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, [[πάθος]], Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, [[πάθος]], Eur. Hipp. 676. 873, [[varia lectio|v.l.]] δυσεκπέραντος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à traverser ; <i>fig.</i> difficile à subir jusqu'au bout.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐκπεραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεκπέρᾱτος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[δυσεκπέραντος]] 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый ([[πάθος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεκπέρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, [[μετὰ]] διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.
|lstext='''δυσεκπέρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσεκπέρατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεκπέρᾱτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εκπέρᾱτος, ον<br />[[hard]] to [[pass]] out from, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεκπέρᾱτος Medium diacritics: δυσεκπέρατος Low diacritics: δυσεκπέρατος Capitals: ΔΥΣΕΚΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dysekpératos Transliteration B: dysekperatos Transliteration C: dysekperatos Beta Code: dusekpe/ratos

English (LSJ)

δυσεκπέρατον, hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v.l. δυσεκπέραντος).

Spanish (DGE)

(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v.l. δυσεκπέραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu'au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεκπέρᾱτος: v.l. δυσεκπέραντος 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый (πάθος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.

Greek Monolingual

δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.

Greek Monotonic

δυσεκπέρᾱτος: -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσ- εκπέρᾱτος, ον
hard to pass out from, Eur.