δυσκαρτέρητος: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskarteritos | |Transliteration C=dyskarteritos | ||
|Beta Code=duskarte/rhtos | |Beta Code=duskarte/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσκαρτέρητον, [[hard to endure]], Ph.2.73, Plu.''Phoc.''4, etc. Adv. [[δυσκαρτέρητως]] Porph.''Marc.''8, Herod. Med. ap. Aët.9.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσκαρτέρητον, hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. δυσκαρτέρητως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
•irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
•que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
Greek Monolingual
δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.