αὐτανέψιος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftanepsios | |Transliteration C=aftanepsios | ||
|Beta Code=au)tane/yios | |Beta Code=au)tane/yios | ||
|Definition=ὁ, [[own cousin]], | |Definition=ὁ, [[own cousin]], A.''Supp.''984, E.''Heracl.''987, Pl.''Euthd.'' 275b: Adj. αὐ. στόλος A.''Supp.''933:—fem. [[αὐτανεψία]], Lyc.811. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, own cousin, A.Supp.984, E.Heracl.987, Pl.Euthd. 275b: Adj. αὐ. στόλος A.Supp.933:—fem. αὐτανεψία, Lyc.811.
Spanish (DGE)
(αὐτᾰνέψιος) -ου, ὁ 1 primo hermano A.Supp.984, E.Heracl.211, 987, Pl.Euthd.275b, Lyc.798, Porph.Paral.p.235.
2 adj. αὐ. στόλος la expedición compuesta de sus primos hermanos A.Supp.933.
French (Bailly abrégé)
c. αὐτανεψιός.
German (Pape)
ὁ, leiblich Geschwisterkind, adj. verschwistert, στόλος γυναικῶν Aesch. Suppl. 911; vgl. 962; Eur. Heracl. 987; Plat. Euthyd. 275b; nach Thom.Mag. ὁ πρωτεξάδελφος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτανέψιος: II ὁ двоюродный брат Aesch., Eur., Plat.
двоюродный, родственный (στόλος γυναικῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτανέψιος: ὁ, ἀνεψιός, δηλ. ἐξάδελφος, «οἱ μέντοι αὐτανέψιοι οὐδὲν πλέον τῶν ἀνεψιῶν, ἀλλ΄ ἄντικρυς ταὐτὸν» Πολυδ. Γ΄, 28· πῶς φῶ, πρὸς τίνος τ’ ἀφαιρεθεὶς ἥκειν γυναικῶν αὐτανέψιον στόλον; Αἰσχύλ. Ἱκ. 933, 984, Εὐρ. Ἡρακλ. 987· αὐτανέψιος δὲ τοῦ νῦν ὄντος Ἀλκιβιάδου Πλάτ. Εὐθύδ. 275Β· «αὐτανέψιος... πρῶτος ἐξάδελφος» Εὐστ. Πονήματ. 271, 90· τὸ θηλ. -ία παρὰ Λυκόφρ. 811.
Greek Monolingual
αὐτανέψιος, ο (θηλ. -ία) (Α)
1. ανιψιός ή εξάδελφος κάποιου
2. αυτός που ανήκει στους εξαδέλφους («αὐτανέψιος στόλος», Αιοχ).
Greek Monotonic
αὐτανέψιος: ὁ, ανηψιός, πρώτος ξάδελφος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
an own cousin, cousin-german, Aesch., Eur.