ἰσόσπριος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isosprios | |Transliteration C=isosprios | ||
|Beta Code=i)so/sprios | |Beta Code=i)so/sprios | ||
|Definition= | |Definition=ἰσόσπριον, [[bean-like]]; <b class="b3">ὄνος ἰ.</b> an insect [[that rolls itself up like a bean]], the [[wood-louse]], S.''Fr.''363. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσόσπριον, bean-like; ὄνος ἰ. an insect that rolls itself up like a bean, the wood-louse, S.Fr.363.
German (Pape)
[Seite 1267] einer Bohne gleich, Schol. Ap. Rh. 1, 972, Soph. fr. 334, von dem Wurme, ὄνος, der sich wie eine Bohne zusammenrollt.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόσπριος: похожий на боб, бобовидный: ὄνος ἰ. Soph. = ἴουλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσπριος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, ὄνος ἰσ., ἔντομον ὅπερ συσπειρᾶται καὶ γίνεται ὅμοιον ὀσπρίῳ, καλούμενον ὡσαύτως ἴουλος, Σοφ. Ἀποσπ. 334, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ὄνος ἰσόσπριος.
Greek Monolingual
ἰσόσπριος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όσπριο
2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» — ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄσπριον.