ἐγκουράς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkouras
|Transliteration C=egkouras
|Beta Code=e)gkoura/s
|Beta Code=e)gkoura/s
|Definition=άδος, ἡ, [[painting on the ceiling]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>142</span>; also pl., = [[τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα]], Hsch.
|Definition=ἐγκουράδος, ἡ, [[painting on the ceiling]], A.''Fr.''142; also pl., = [[τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-άδος, ἡ<br />[[dibujo]] prob. inciso, en el techo A.<i>Fr</i>.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
|dgtxt=-άδος, ἡ<br />[[dibujo]] prob. inciso, en el techo A.<i>Fr</i>.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκουράς Medium diacritics: ἐγκουράς Low diacritics: εγκουράς Capitals: ΕΓΚΟΥΡΑΣ
Transliteration A: enkourás Transliteration B: enkouras Transliteration C: egkouras Beta Code: e)gkoura/s

English (LSJ)

ἐγκουράδος, ἡ, painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
dibujo prob. inciso, en el techo A.Fr.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.

German (Pape)

[Seite 709] άδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκουράς: -άδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.

Greek Monolingual

ἐγκουράς (-άδος), η (Α)
1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία
2. στίγματα στο πρόσωπο
3. κουρεμένος.