ἡμιγενής: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imigenis | |Transliteration C=imigenis | ||
|Beta Code=h(mirenh/s | |Beta Code=h(mirenh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡμιγενές, [[intermediate]], [[equivocal]], Pl.''Ti.''66d; of fruits, [[half-formed]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.14.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμιγενές, intermediate, equivocal, Pl.Ti.66d; of fruits, half-formed, Thphr. HP 1.14.1.
German (Pape)
[Seite 1167] ές, halb geschaffen, unvollständig (der Art nach), Plat. Tim. 66 d; Theophr. 6, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐγενής: половинчатый, смешанный (ὀσμή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιγενής: -ές, γεγεννημένος κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀτελής, Πλάτ. Τιμ. 66D· ἐπί καρπῶν, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, οὐ δύνανται τελειοῦν, ἀλλ’ ἡμιγενῆ φθείρεται Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 14, 1.
Greek Monolingual
ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. αγενής, ομογενής].