οἷο: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oio
|Transliteration C=oio
|Beta Code=oi(=o
|Beta Code=oi(=o
|Definition=Ep. for [[οὗ]], gen. of Possess. Pron. [[ὅς]], [[ἥ]], [[ὅν]] <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[his]], [[her]] ([[quod vide|q.v.]]) : οἷόπερ, Ep. for [[οὗπερ]], <span class="bibl">A.R.1.1325</span>.</span>
|Definition=Ep. for [[οὗ]], gen. of Possess. Pron. [[ὅς]], [[ἥ]], [[ὅν]] [[his]], [[her]] ([[quod vide|q.v.]]): οἷόπερ, Ep. for [[οὗπερ]], A.R.1.1325.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[οὗ]], <i>gén. du pron. poss.</i> [[ὅς]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἷο:''' эп. = οὗ (gen. к ὅς).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἷο''': Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ [[εἶναι]] ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ [[οὗπερ]].
|lstext='''οἷο''': Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ [[εἶναι]] ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ [[οὗπερ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[οὗ]], <i>gén. du pron. poss.</i> [[ὅς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
}}
{{elru
|elrutext='''οἷο:''' эп. = οὗ (gen. к ὅς).
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἷο Medium diacritics: οἷο Low diacritics: οίο Capitals: ΟΙΟ
Transliteration A: hoîo Transliteration B: hoio Transliteration C: oio Beta Code: oi(=o

English (LSJ)

Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, , ὅν his, her (q.v.): οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.

French (Bailly abrégé)

épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.

Russian (Dvoretsky)

οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).

Greek (Liddell-Scott)

οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.

English (Autenrieth)

see ὅ Od. 18.2.

Greek Monotonic

οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, , , δικός του, δικός της, δικό του.