ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippolofos
|Transliteration C=ippolofos
|Beta Code=i(ppo/lofos
|Beta Code=i(ppo/lofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with horsehair crest</b>, κόρυς <span class="title">IG</span>12(2).129 (Mytilene); <b class="b3">ἱ. λόγοι</b>, by comic metaph., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>818</span>.</span>
|Definition=ἱππόλοφον, [[with horsehair crest]], κόρυς ''IG''12(2).129 (Mytilene); <b class="b3">ἱ. λόγοι</b>, by comic metaph., Ar.''Ra.''818.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] [[κόρυς]], mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] [[κόρυς]], mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[garni d'une crinière de cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόλοφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[снабженный султаном из конских волос]] ([[κόρυς]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[пышный]], [[напыщенный]] (λόγοι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d’une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»].
|mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[χαίτη]] ή [[λοφίο]], [[περικεφαλαία]] από αλογότριχες, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππό-λοφος, ον<br />with [[horse]]-[[hair]] [[crest]], Ar., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλοφος Medium diacritics: ἱππόλοφος Low diacritics: ιππόλοφος Capitals: ΙΠΠΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hippólophos Transliteration B: hippolophos Transliteration C: ippolofos Beta Code: i(ppo/lofos

English (LSJ)

ἱππόλοφον, with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόλοφος:
1 снабженный султаном из конских волос (κόρυς Anth.);
2 пышный, напыщенный (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

Greek Monolingual

ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].

Greek Monotonic

ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱππό-λοφος, ον
with horse-hair crest, Ar., Anth.