σπατάλιον: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spatalion
|Transliteration C=spatalion
|Beta Code=spata/lion
|Beta Code=spata/lion
|Definition=τό, in Lat. form <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spatalium</b>,= σπατάλη <span class="bibl">11</span>, Juba ap.<span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.142</span>, <span class="title">CIL</span>2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).</span>
|Definition=τό, in Lat. form [[spatalium]], = σπατάλη ''ΙΙ'', Juba ap.Plin.''HN''13.142, ''CIL''2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰτάλιον''': τό, φέρεται ὠσαύτως [[σπαθάλιον]], [[εἶδος]] ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, [[τρόπος]] κτενίσματος τῆς [[κόμης]] εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.
|lstext='''σπᾰτάλιον''': τό, φέρεται ὠσαύτως [[σπαθάλιον]], [[εἶδος]] ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, [[τρόπος]] κτενίσματος τῆς [[κόμης]] εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σπατάλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] [[κουράς]] τών μαλλιών<br /><b>2.</b> [[προκλητικότητα]], [[έλλειψη]] σεμνότητας<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βραχιολιού.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλιον Medium diacritics: σπατάλιον Low diacritics: σπατάλιον Capitals: ΣΠΑΤΑΛΙΟΝ
Transliteration A: spatálion Transliteration B: spatalion Transliteration C: spatalion Beta Code: spata/lion

English (LSJ)

τό, in Lat. form spatalium, = σπατάλη ΙΙ, Juba ap.Plin.HN13.142, CIL2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).

German (Pape)

[Seite 918] τό, auch σπαθάλιον geschr., eine Art Armband, Plin. H. N. 13, 25, vgl. σπατάλη; auch eine Art Haarflechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλιον: τό, φέρεται ὠσαύτως σπαθάλιον, εἶδος ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, τρόπος κτενίσματος τῆς κόμης εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σπατάλη
μσν.
1. τρόπος κουράς τών μαλλιών
2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας
αρχ.
είδος βραχιολιού.