ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypoportis
|Transliteration C=ypoportis
|Beta Code=u(po/portis
|Beta Code=u(po/portis
|Definition=ιος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a calf under her</b>, of a cow: metaph. of <b class="b2">a mother with a child at the breast</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>603</span>; cf. [[ὕπαρνος]].</span>
|Definition=ιος, ἡ, [[with a calf under her]], of a cow: metaph. of [[a mother with a child at the breast]], Hes.''Op.''603; cf. [[ὕπαρνος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />[[mère qui allaite]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπορτις:''' ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]].
|lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπορτις:''' -ιος, ἡ, αυτή που έχει από [[κάτω]] της ένα [[μοσχαράκι]], λέγεται για [[αγελάδα]]· μεταφ., για [[γυναίκα]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,<br />with a [[calf]] under her, of a cow:— metaph. of a [[woman]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπορτις Medium diacritics: ὑπόπορτις Low diacritics: υπόπορτις Capitals: ΥΠΟΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: hypóportis Transliteration B: hypoportis Transliteration C: ypoportis Beta Code: u(po/portis

English (LSJ)

ιος, ἡ, with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
mère qui allaite.
Étymologie: ὑπό, πόρτις.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπορτις: ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.

Greek Monolingual

-όρτιος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι
2. μτφ. μητέρα που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόρτις «νεαρή αγελάδα»].

Greek Monotonic

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, αυτή που έχει από κάτω της ένα μοσχαράκι, λέγεται για αγελάδα· μεταφ., για γυναίκα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,
with a calf under her, of a cow:— metaph. of a woman, Hes.