Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymizo
|Transliteration C=thymizo
|Beta Code=qumi/zw
|Beta Code=qumi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taste of thyme</b>, Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.1.32</span>:—Pass., <b class="b2">to be embittered</b>, <b class="b3">θυμιχθείς· πικρανθείς</b>, Hsch.</span>
|Definition=[[taste of thyme]], Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to [[be embittered]], θυμιχθείς· πικρανθείς, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίζω Medium diacritics: θυμίζω Low diacritics: θυμίζω Capitals: ΘΥΜΙΖΩ
Transliteration A: thymízō Transliteration B: thymizō Transliteration C: thymizo Beta Code: qumi/zw

English (LSJ)

taste of thyme, Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to be embittered, θυμιχθείς· πικρανθείς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίζω: ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι πικρός, «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
θυμίζω)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί
μσν.
μέσ. θυμίζομαι
θυμάμαι («θυμίζετον το κάλλος», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν-θυμίζω < εν + -θυμίζω (< θυμός)].
(II)
θυμίζω (Α) θύμον
1. έχω γεύση θύμου, θυμαριού
2. παθ. θυμίζομαι
είμαι πικρός, πικραίνομαι («θυμιχθείς
πικρανθείς», Ησύχ.).