θυμίζω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymizo | |Transliteration C=thymizo | ||
|Beta Code=qumi/zw | |Beta Code=qumi/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[taste of thyme]], Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to [[be embittered]], θυμιχθείς· πικρανθείς, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠμίζω''': ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι [[πικρός]], «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ. | |lstext='''θῠμίζω''': ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι [[πικρός]], «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[θυμίζω]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[υπενθυμίζω]], [[κάνω]] κάποιον να θυμηθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>θυμίζομαι</i><br />[[θυμάμαι]] («θυμίζετον το [[κάλλος]]», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μσν. και νεοελλ. τ. [[θυμίζω]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>εν</i>-[[θυμίζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θυμίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[θυμίζω]] (Α) [[θύμον]]<br /><b>1.</b> έχω [[γεύση]] θύμου, θυμαριού<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυμίζομαι</i><br />[[είμαι]] [[πικρός]], πικραίνομαι («θυμιχθείς<br />πικρανθείς», <b>Ησύχ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
taste of thyme, Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to be embittered, θυμιχθείς· πικρανθείς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμίζω: ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι πικρός, «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
(Μ θυμίζω)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί
μσν.
μέσ. θυμίζομαι
θυμάμαι («θυμίζετον το κάλλος», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν-θυμίζω < εν + -θυμίζω (< θυμός)].
(II)
θυμίζω (Α) θύμον
1. έχω γεύση θύμου, θυμαριού
2. παθ. θυμίζομαι
είμαι πικρός, πικραίνομαι («θυμιχθείς
πικρανθείς», Ησύχ.).