συγκεφαλαιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkefalaiotikos
|Transliteration C=sygkefalaiotikos
|Beta Code=sugkefalaiwtiko/s
|Beta Code=sugkefalaiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">summing up</b>, ἐπιστήμη <span class="title">Stoic.</span> 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. <span class="bibl">Eust.1521.19</span>.</span>
|Definition=συγκεφαλαιωτική, συγκεφαλαιωτικόν, [[summing up]], ἐπιστήμη ''Stoic.'' 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Übersicht, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συγκεφᾰλαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῖσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεφᾰλαιωτικός Medium diacritics: συγκεφαλαιωτικός Low diacritics: συγκεφαλαιωτικός Capitals: ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkephalaiōtikós Transliteration B: synkephalaiōtikos Transliteration C: sygkefalaiotikos Beta Code: sugkefalaiwtiko/s

English (LSJ)

συγκεφαλαιωτική, συγκεφαλαιωτικόν, summing up, ἐπιστήμη Stoic. 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.

German (Pape)

[Seite 967] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Übersicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεφᾰλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.