συνιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synidryo
|Transliteration C=synidryo
|Beta Code=sunidru/w
|Beta Code=sunidru/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dedicate together with</b>, Καίσαρα τοῖς θεοῖς <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.132</span>:— Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ <span class="bibl">Ath.13.561d</span>:—Med., Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.137</span>.</span>
|Definition=[[dedicate together with]], Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.''BC''5.132:—Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.''P.''3.137.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνιδρύω''': [[ἱδρύω]] [[ὁμοῦ]], συναφιερώνω [[ἄγαλμα]] ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.
|lstext='''συνιδρύω''': [[ἱδρύω]] [[ὁμοῦ]], συναφιερώνω [[ἄγαλμα]] ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ιδρύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή με άλλους.
}}
{{pape
|ptext=([[ἱδρύω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstellen]], Schol. Ar. Ran</i>. 326.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιδρύω Medium diacritics: συνιδρύω Low diacritics: συνιδρύω Capitals: ΣΥΝΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synidrýō Transliteration B: synidryō Transliteration C: synidryo Beta Code: sunidru/w

English (LSJ)

dedicate together with, Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.BC5.132:—Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.P.3.137.

Greek (Liddell-Scott)

συνιδρύω: ἱδρύω ὁμοῦ, συναφιερώνω ἄγαλμα ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ιδρύω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους.

German (Pape)

(ἱδρύω), mit, zugleich aufstellen, Schol. Ar. Ran. 326.