λιμενορμίτης: Difference between revisions
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limenormitis | |Transliteration C=limenormitis | ||
|Beta Code=limenormi/ths | |Beta Code=limenormi/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[μῑ], ου, ὁ, ([[λιμήν]], [[ὅρμος]]) [[god of harbours and mooring-places]], [[epithet]] of Priapus, ''AP''10.5 (Thyill.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui fait aborder au port]].<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]], [[ὅρμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐμενορμίτης:''' ου (μῑ) ὁ [[хранитель портовой стоянки]] (эпитет Приапа) Anth. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐμενορμίτης''': [ῑ], -ου, ὁ ([[ὁρμίζω]]) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. [[λιμενίτης]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμενορμίτης]] και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)<br />([[επίκληση]] του Πριάπου) ο [[θεός]] τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί [[προς]] τα λιμάνια και τους όρμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐμενορμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὁρμίζω]]), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο [[λιμάνι]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐ¯μεν-ορμίτης, ου, ὁ, [[ὁρμίζω]]<br />[[tarrying]] in the [[harbour]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος) god of harbours and mooring-places, epithet of Priapus, AP10.5 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait aborder au port.
Étymologie: λιμήν, ὅρμος.
Russian (Dvoretsky)
λῐμενορμίτης: ου (μῑ) ὁ хранитель портовой стоянки (эпитет Приапа) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.
Greek Monolingual
λιμενορμίτης και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)
(επίκληση του Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)].
Greek Monotonic
λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο λιμάνι, σε Ανθ.