μῆρα: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mira | |Transliteration C=mira | ||
|Beta Code=mh=ra | |Beta Code=mh=ra | ||
|Definition=τά, old pl. of μηρός | |Definition=τά, old pl. of μηρός 2, = [[μηρία]], Il.1.464, al., B.''Fr.''3.4, Ar.''Pax'' 1088; Ποσειδάωνι… πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
τά, old pl. of μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι… πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.
Russian (Dvoretsky)
μῆρα: τά Hom. = μηρία.
Greek (Liddell-Scott)
μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.
English (Autenrieth)
see μηρίον.
Greek Monolingual
μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.
Greek Monotonic
μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.