αἰσχροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aischroprepis | |Transliteration C=aischroprepis | ||
|Beta Code=ai)sxropreph/s | |Beta Code=ai)sxropreph/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰσχροπρεπές, [[of hideous appearance]], Sch.E. ''Hipp.''75; [[falsa lectio|f.l.]] for [[αἰσχροεπής]], Ael.''Fr.''80. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής. | |lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰσχροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰσχροπρεπές, of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for αἰσχροεπής, Ael.Fr.80.
Spanish (DGE)
-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.
Greek Monolingual
αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.