ἀμφίβραχυς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfivrachys
|Transliteration C=amfivrachys
|Beta Code=a)mfi/braxus
|Beta Code=a)mfi/braxus
|Definition=εια, υ, <b class="b2">short at both ends:</b> <b class="b3">ὁ ἀ</b>., the metrical foot -, e.g. [[ἄμεινον]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>17</span>, <span class="bibl">Heph.3.2</span>.
|Definition=εια, υ, short at both ends: <b class="b3">ὁ ἀ.</b>, the metrical foot -, e.g. [[ἄμεινον]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''17, Heph.3.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβρᾰχυς:''' εως ὁ (sc. [[πούς]]) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪).
|elrutext='''ἀμφίβρᾰχυς:''' εως ὁ (''[[sc.]]'' [[πούς]]) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβρᾰχυς Medium diacritics: ἀμφίβραχυς Low diacritics: αμφίβραχυς Capitals: ΑΜΦΙΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: amphíbrachys Transliteration B: amphibrachys Transliteration C: amfivrachys Beta Code: a)mfi/braxus

English (LSJ)

εια, υ, short at both ends: ὁ ἀ., the metrical foot -, e.g. ἄμεινον, D.H.Comp.17, Heph.3.2.

Spanish (DGE)

-εια, -υ
breve por ambos lados del pie métrico anfíbraco (˘-˘) D.H.Comp.70.13, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, Sacerd.6.535.2.

German (Pape)

[Seite 137] der Versfuß ñ – ñ vorn u. hinten kurz, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβρᾰχυς: εως ὁ (sc. πούς) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβρᾰχυς: εια, υ, ὁ βραχὺς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: ἀμφ. εἶναι ὁ μετρικὸς ποὺς υυ, π. χ. ἄμεινον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 17.

Greek Monolingual

(-εος), -υ (Α ἀμφίβραχυς)
1. αυτός που έχει βραχέα τα δύο άκρα του
2. ως ουσ. (Μετρ.) ρυθμικός «πους» που αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες οι δύο ακραίες είναι βραχείες ενώ η μεσαία μακρά ή τονούμενη (∪ - ∪), το μεσοτονικό μέτρο
(πρβλ. αρχ. ελλην. λ. ἄμμεινον ή τον σολωμικό στίχο «το χάρα-μα πήρα-του ήλιου-το δρόμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βραχύς.