διοικονομέω: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
(big3_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioikonomeo
|Transliteration C=dioikonomeo
|Beta Code=dioikovome/w
|Beta Code=dioikovome/w
|Definition=strengthd. for <b class="b3">οἰκονομέω</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.9J.</span> (dub.), <span class="bibl">Anon.Lond.22.49</span>, <span class="bibl">Poll.5.156</span>:—Pass., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400b32</span>.
|Definition=strengthened for [[οἰκονομέω]], Phld.''Oec.''p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.''Mu.''400b32.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[administrar]], [[organizar]], [[disponer]] κτήματα καὶ χρήματα Phld.<i>Oec</i>.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.<i>Res</i>.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. <i>IEphesos</i> 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.<i>VP</i> 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.<i>Inu</i>.3.2 (p.128)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι <i>SB</i> 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία [[δύναμις]] πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5<br /><b class="num">•</b>de pers., en v. pas. [[ser tratado]] ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοικονομέω''': ἐπιτεταμ. [[οἰκονομέω]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.
|lstext='''διοικονομέω''': ἐπιτεταμ. [[οἰκονομέω]], Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.
}}
{{elru
|elrutext='''διοικονομέω:''' [[устраивать]], [[упорядочивать]], [[управлять]] ([[ἐμμελῶς]] ὁ [[σύμπας]] διοικονομεῖται [[διάκοσμος]] οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=[[administrar]], [[organizar]], [[disponer]] κτήματα καὶ χρήματα Phld.<i>Oec</i>.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.<i>Res</i>.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. <i>IEphesos</i> 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.<i>VP</i> 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.<i>Inu</i>.3.2 (p.128)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι <i>SB</i> 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία [[δύναμις]] πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5<br /><b class="num">•</b>de pers., en v. pas. [[ser tratado]] ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>.
|ptext=<i>ganz und gar [[verwalten]]</i>, Poll. 5.156.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικονομέω Medium diacritics: διοικονομέω Low diacritics: διοικονομέω Capitals: ΔΙΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: dioikonoméō Transliteration B: dioikonomeō Transliteration C: dioikonomeo Beta Code: dioikovome/w

English (LSJ)

strengthened for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.Mu.400b32.

Spanish (DGE)

administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.

Greek (Liddell-Scott)

διοικονομέω: ἐπιτεταμ. οἰκονομέω, Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.

Russian (Dvoretsky)

διοικονομέω: устраивать, упорядочивать, управлять (ἐμμελῶςσύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).

German (Pape)

ganz und gar verwalten, Poll. 5.156.