ὀλοφυγγών: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olofyggon
|Transliteration C=olofyggon
|Beta Code=o)lofuggw/n
|Beta Code=o)lofuggw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀλοφλυκτίς]], <span class="bibl">Theoc.9.30</span> (v.l. [[-φυγδών]] as in Hsch.).</span>
|Definition=-όνος, ἡ, = [[ὀλοφλυκτίς]], Theoc.9.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[ὀλοφυγδών]] as in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφυγγών]] και, [[κατά]] δ. γρφ. «[[ὀλοφυγδών]], -όνος, ἡ (Α)<br />[[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]], [[φουσκαλίδα]], [[ιδίως]] της γλώσσας («[[μήπω]] ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. [[ὀλοφλυκτίς]] / [[ὀλοφυκτίς]]. Ο τ. [[ὀλοφυγδών]] έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. <i>πρη</i>-<i>δών</i> «[[φλόγωση]], [[πρήξιμο]]» και <i>πυθε</i>-<i>δών</i>, «[[σάπισμα]]» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. [[είναι]] το [[ὀλοφυγγών]], του οποίου όμως η κατάλ. [[είναι]] δυσερμήνευτη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυγγών:''' -όνος, ἡ, = [[ὀλοφλυκτίς]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυγγών:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ὀλοφυγδών]], όνος ἡ [[волдырь]], [[прыщ]] Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυγγών Medium diacritics: ὀλοφυγγών Low diacritics: ολοφυγγών Capitals: ΟΛΟΦΥΓΓΩΝ
Transliteration A: olophyngṓn Transliteration B: olophyngōn Transliteration C: olofyggon Beta Code: o)lofuggw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, Theoc.9.30 (v.l. ὀλοφυγδών as in Hsch.).

Greek Monolingual

ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, -όνος, ἡ (Α)
φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως της γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. πρη-δών «φλόγωση, πρήξιμο» και πυθε-δών, «σάπισμα» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. είναι το ὀλοφυγγών, του οποίου όμως η κατάλ. είναι δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

ὀλοφυγγών: -όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυγγών: v.l. ὀλοφυγδών, όνος ἡ волдырь, прыщ Theocr.