περιφλίω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periflio | |Transliteration C=periflio | ||
|Beta Code=perifli/w | |Beta Code=perifli/w | ||
|Definition=[ῐ], | |Definition=[ῐ], to [[be almost bursting with]], ἀλοιφῇ Nic.''Al.''62 ([[varia lectio|v.l.]] περιφλῐδόωντος from [[περιφλιδάω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] [[υπερπλήρης]], φουσκωμένος με [[κάτι]] («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το [[λίπος]], <b>Νίκ.</b> Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλίω]] «[[είμαι]] φουσκωμένος, [[γεμάτος]]» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. <i>περιφλίοντος</i>), <b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]. | |mltxt=Α<br />[[είμαι]] [[υπερπλήρης]], φουσκωμένος με [[κάτι]] («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το [[λίπος]], <b>Νίκ.</b> Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλίω]] «[[είμαι]] φουσκωμένος, [[γεμάτος]]» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. <i>περιφλίοντος</i>), <b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], to be almost bursting with, ἀλοιφῇ Nic.Al.62 (v.l. περιφλῐδόωντος from περιφλιδάω).
Greek Monolingual
Α
είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω.