χαμαιδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaididaskalos | |Transliteration C=chamaididaskalos | ||
|Beta Code=xamaidida/skalos | |Beta Code=xamaidida/skalos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[elementary schoolmaster]], Edict.Diocl. 7.66, Paul.Al.''O.''2, Sch.Ar.''Ec.''804, Hierocl.''Facet.''61. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιδιδάσκᾰλος''': ὁ [[γραμματοδιδάσκαλος]], [[κατώτερος]] [[διδάσκαλος]], professor artium secundarius, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σ. 43, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 804, Φιλόγελως § 61 (ἔκδ. Eherhard) Σχόλ. εἰς Δημοσθ. 307, 1, ἔκδ. Ὀξ. | |lstext='''χᾰμαιδιδάσκᾰλος''': ὁ [[γραμματοδιδάσκαλος]], [[κατώτερος]] [[διδάσκαλος]], professor artium secundarius, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σ. 43, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 804, Φιλόγελως § 61 (ἔκδ. Eherhard) Σχόλ. εἰς Δημοσθ. 307, 1, ἔκδ. Ὀξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[ασήμαντος]], [[ταπεινός]] [[δάσκαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Unterlehrer]], [[Schulmeister]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, elementary schoolmaster, Edict.Diocl. 7.66, Paul.Al.O.2, Sch.Ar.Ec.804, Hierocl.Facet.61.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιδιδάσκᾰλος: ὁ γραμματοδιδάσκαλος, κατώτερος διδάσκαλος, professor artium secundarius, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σ. 43, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 804, Φιλόγελως § 61 (ἔκδ. Eherhard) Σχόλ. εἰς Δημοσθ. 307, 1, ἔκδ. Ὀξ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ασήμαντος, ταπεινός δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + διδάσκαλος.
German (Pape)
ὁ, Unterlehrer, Schulmeister, Sp.