κορωνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koronovolos
|Transliteration C=koronovolos
|Beta Code=korwnobo/los
|Beta Code=korwnobo/los
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shooting crows]]: [[κορωνοβόλον]], [[τό]], [[sling]] or <b class="b2">bow for crow-shooting</b>, etc., <span class="title">AP</span>7.546.</span>
|Definition=κορωνοβόλον, [[shooting crows]]: [[κορωνοβόλον]], τό, [[sling]] or [[bow for crow-shooting]], etc., ''AP''7.546.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορωνο-[[βόλος]], ον [[βάλλω]]<br />[[shooting]] crows: [[κορωνοβόλον]], τό, a [[sling]] or bow for [[crow]]-[[shooting]], Etc.; Anth.
|mdlsjtxt=κορωνο-[[βόλος]], ον [[βάλλω]]<br />[[shooting]] crows: [[κορωνοβόλον]], τό, a [[sling]] or bow for [[crow]]-[[shooting]], Etc.; Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Krähen]] [[schießend]]</i>; τὸ κορ., <i>ein [[Werkzeug]], etwa eine [[Schleuder]], um [[Krähen]] und [[andere]] [[Vögel]] zu [[schießen]]</i>; ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας <i>Ep.adesp</i>. 667 (VII.546).
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοβόλος Medium diacritics: κορωνοβόλος Low diacritics: κορωνοβόλος Capitals: ΚΟΡΩΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: korōnobólos Transliteration B: korōnobolos Transliteration C: koronovolos Beta Code: korwnobo/los

English (LSJ)

κορωνοβόλον, shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνητόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.

Greek Monolingual

κορωνοβόλος, -ον (Α)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον
σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, κεραυνοβόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

κορωνοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπά κοράκια· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνα ή τόξο για το χτύπημα κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.

Middle Liddell

κορωνο-βόλος, ον βάλλω
shooting crows: κορωνοβόλον, τό, a sling or bow for crow-shooting, Etc.; Anth.

German (Pape)

Krähen schießend; τὸ κορ., ein Werkzeug, etwa eine Schleuder, um Krähen und andere Vögel zu schießen; ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας Ep.adesp. 667 (VII.546).