ἐριώδυνος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eriodynos | |Transliteration C=eriodynos | ||
|Beta Code=e)riw/dunos | |Beta Code=e)riw/dunos | ||
|Definition= | |Definition=ἐριώδυνον<br><span class="bld">A</span>, ([[ὀδύνη]]) [[very painful]], Max.161, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] sehr schmerzhaft, Hesych. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐριώδυνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) [[πολυώδυνος]], [[λίαν]] [[ὀδυνηρός]], Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριώδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[οδύνη]], πολύ [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐριώδυνον
A, (ὀδύνη) very painful, Max.161, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1031] sehr schmerzhaft, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριώδυνος: -ον, (ὀδύνη) πολυώδυνος, λίαν ὀδυνηρός, Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐριώδυνος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].