νεωρός: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoros | |Transliteration C=neoros | ||
|Beta Code=newro/s | |Beta Code=newro/s | ||
|Definition=ὁ, ([[ναῦς]], [[οὖρος]]) [[superintendent of a dockyard]], Hsch.: pl., | |Definition=ὁ, ([[ναῦς]], [[οὖρος]]) [[superintendent of a dockyard]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: pl., ''IG''12.74.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ναῦς, οὖρος) superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.
German (Pape)
[Seite 250] ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte, Hesych.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
superintendant des arsenaux.
Étymologie: ναῦς, οὖρος².
Greek (Liddell-Scott)
νεωρός: ὁ, (ναῦς, ὤρα) ὁ φύλαξ νεωρίου, «νεωριοφύλαξ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεωρός, ὁ (Α)
επιστάτης, φύλακας του νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νη(F)ωρος (< νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + -(F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ ως β' συνθετικό), πρβλ. θυρωρός, πυλωρός].
Greek Monotonic
νεωρός: ὁ (ναῦς, οὖρος), επιστάτης, φύλακας ναυστάθμου.
Middle Liddell
νεωρός, οῦ, ὁ, ναῦς, ὤρα]
superintendent of the dockyard.