μύχαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mychalos
|Transliteration C=mychalos
|Beta Code=mu/xalos
|Beta Code=mu/xalos
|Definition=[<b class="b3">ῠ]</b>, = [[μύχατος]], [[Τάρταρα]] Trag.in <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.6</span> <span class="title">Fr.</span>1.7; [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>189</span> (lyr.).
|Definition=[ῠ], = [[μύχατος]], [[Τάρταρα]] Trag.in ''PGrenf.''2.6 ''Fr.''1.7; [[falsa lectio|f.l.]] in E.''Hel.''189 (lyr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύχαλος]] (Α)<br />[[μύχατος]] («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του [[μύχατος]], [[τότε]] η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βύσσ</i>-<i>αλος</i>: [[βυσσός]])].
|mltxt=[[μύχαλος]] (Α)<br />[[μύχατος]] («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του [[μύχατος]], [[τότε]] η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βύσσ</i>-<i>αλος</i>: [[βυσσός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύχαλος Medium diacritics: μύχαλος Low diacritics: μύχαλος Capitals: ΜΥΧΑΛΟΣ
Transliteration A: mýchalos Transliteration B: mychalos Transliteration C: mychalos Beta Code: mu/xalos

English (LSJ)

[ῠ], = μύχατος, Τάρταρα Trag.in PGrenf.2.6 Fr.1.7; f.l. in E.Hel.189 (lyr.).

Greek Monolingual

μύχαλος (Α)
μύχατος («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του μύχατος, τότε η λ. εμφανίζει την κατάλ. -αλος (πρβλ. βύσσ-αλος: βυσσός)].