ῥέμβη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=remvi
|Transliteration C=remvi
|Beta Code=r(e/mbh
|Beta Code=r(e/mbh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wandering</b>, metaph., κατὰ φωνὴν ἦν ἐν τῇ ῥέμβῃ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.17</span> (restored for <b class="b3">ῥεμβίῃ</b> from Gal.19.134).</span>
|Definition=ἡ, [[wandering]], metaph., κατὰ φωνὴν ἦν ἐν τῇ ῥέμβῃ Hp.''Epid.''7.17 (restored for [[ῥεμβίῃ]] from Gal.19.134).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] ἡ, = Folgdm, Galen. aus Hippocr. erklärt [[πλάνη]].
}}
{{ls
|lstext='''ῥέμβη''': ἡ, ([[ῥέμβω]]) τὸ πλανᾶσθαι, [[πλάνη]], ἐν ῥέμβῃ [[εἶναι]], ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ).
}}
{{grml
|mltxt=[[ῥέμβη]], η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ρεμβασμός]], η ευάρεστη [[περιπλάνηση]] της φαντασίας και της σκέψης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[περιπλάνηση]], το να γυρίζει [[κάποιος]] εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέμβη Medium diacritics: ῥέμβη Low diacritics: ρέμβη Capitals: ΡΕΜΒΗ
Transliteration A: rhémbē Transliteration B: rhembē Transliteration C: remvi Beta Code: r(e/mbh

English (LSJ)

ἡ, wandering, metaph., κατὰ φωνὴν ἦν ἐν τῇ ῥέμβῃ Hp.Epid.7.17 (restored for ῥεμβίῃ from Gal.19.134).

German (Pape)

[Seite 837] ἡ, = Folgdm, Galen. aus Hippocr. erklärt πλάνη.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέμβη: ἡ, (ῥέμβω) τὸ πλανᾶσθαι, πλάνη, ἐν ῥέμβῃ εἶναι, ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ).

Greek Monolingual

ῥέμβη, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης
αρχ.-μσν.
η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].