πεζοβόας: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pezovoas
|Transliteration C=pezovoas
|Beta Code=pezobo/as
|Beta Code=pezobo/as
|Definition=α, Dor. for <b class="b3">-βόης, ὁ</b>, [[one who responds to the battle-cry on foot]], [[foot-soldier]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>9.34</span>.
|Definition=α, Dor. for [[πεζοβόης]], ὁ, [[one who responds to the battle-cry on foot]], [[foot-soldier]], Pi.''N.''9.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], [[βοή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui combat à pied]].<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], [[βοή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεζοβόας''': Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν [[πεζός]], πεζὸς [[στρατιώτης]], Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ [[κίνδυνος]] ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
|elnltext=πεζοβόας -ου, ὁ &#91;[[πεζός]], [[βοή]]] Dor. voetsoldaat.
}}
{{elru
|elrutext='''πεζοβόας:''' ου дор. = * [[πεζοβόης]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] που εκθάλλει πολεμική [[ιαχή]] [[πεζός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πεζός]] [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[βόας]]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] που εκθάλλει πολεμική [[ιαχή]] [[πεζός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πεζός]] [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβόας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεζοβόας:''' Δωρ. αντί -[[βόης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[βοάω]]), αυτός που κραυγάζει στη [[μάχη]] [[πεζός]], [[πεζός]] [[στρατιώτης]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''πεζοβόας:''' Δωρ. αντί -[[βόης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[βοάω]]), αυτός που κραυγάζει στη [[μάχη]] [[πεζός]], [[πεζός]] [[στρατιώτης]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεζοβόας:''' ου ὁ дор. = * [[πεζοβόης]].
|lstext='''πεζοβόας''': Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν [[πεζός]], πεζὸς [[στρατιώτης]], Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ [[κίνδυνος]] ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=πεζοβόας -ου, ὁ [πεζός, βοή] Dor. voetsoldaat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεζο-βόας, δοριξ φορ -[[βόης]], ου, ὁ, [[βοάω]]<br />one who shouts the [[battle]]-cry on [[foot]], a [[foot]]-[[soldier]], Pind.
|mdlsjtxt=πεζο-βόας, δοριξ φορ -[[βόης]], ου, ὁ, [[βοάω]]<br />one who shouts the [[battle]]-cry on [[foot]], a [[foot]]-[[soldier]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοβόας Medium diacritics: πεζοβόας Low diacritics: πεζοβόας Capitals: ΠΕΖΟΒΟΑΣ
Transliteration A: pezobóas Transliteration B: pezoboas Transliteration C: pezovoas Beta Code: pezobo/as

English (LSJ)

α, Dor. for πεζοβόης, ὁ, one who responds to the battle-cry on foot, foot-soldier, Pi.N.9.34.

German (Pape)

[Seite 542] dor. statt -βόης, ὁ, Fußschreier, d. i., Fußkämpfer, Streiter zu Fuße, Pind. N. 9, 34.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat à pied.
Étymologie: πεζός, βοή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζοβόας -ου, ὁ [πεζός, βοή] Dor. voetsoldaat.

Russian (Dvoretsky)

πεζοβόας: ου ὁ дор. = * πεζοβόης.

English (Slater)

πεζοβόας footsoldier Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34)

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός
2. (κατ' επέκτ.) πεζός στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].

Greek Monotonic

πεζοβόας: Δωρ. αντί -βόης, -ου, (βοάω), αυτός που κραυγάζει στη μάχη πεζός, πεζός στρατιώτης, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοβόας: Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν πεζός, πεζὸς στρατιώτης, Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.

Middle Liddell

πεζο-βόας, δοριξ φορ -βόης, ου, ὁ, βοάω
one who shouts the battle-cry on foot, a foot-soldier, Pind.