ἐκβιβαστής: Difference between revisions
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekvivastis | |Transliteration C=ekvivastis | ||
|Beta Code=e)kbibasth/s | |Beta Code=e)kbibasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκβιβαστοῦ, ὁ, [[one who executes]] a sentence, Aq.''De.''16.18, Lyd.''Mag.''3.11,12, ''Cod.Just.''3.2.4.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> jur. [[escriba]], [[secretario]] de un tribunal de justicia, Aq.<i>De</i>.16.18.<br /><b class="num">2</b> biz. [[procurador]], [[abogado]] trad. de lat. <i>[[executor]]</i> τῆς λαμπρᾶς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως <i>PLaur</i>.159.3 (V d.C.), τῆς Ἀρκάδων ἐπαρχίας <i>POxy</i>.4399.4 (VI d.C.), cf. Lyd.<i>Mag</i>.3.11, ἐ. τοῦ πράγματος trad. de lat. <i>[[executor negotii]]</i>, <i>PMasp</i>.32.27 (VI d.C.), cf. <i>PKlein.Form</i>.983 (IV/V d.C.), <i>Cod.Iust</i>.3.2.4.2, Iust.<i>Nou</i>.112.2, 124.3, <i>POxy</i>.1879.6, 1881.5 (ambos V d.C.), <i>PSI</i> 891.4 (V/VI d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκβῐβαστής''': -οῦ, ὁ, [[ὑπηρέτης]] προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, [[ὅστις]] μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἐκβῐβαστής''': -οῦ, ὁ, [[ὑπηρέτης]] προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, [[ὅστις]] μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐκβιβαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ξεφορτώνει πλοία<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί μια [[απόφαση]], ο [[δικαστικός]] [[κλητήρας]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐκβιβαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ξεφορτώνει πλοία<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί μια [[απόφαση]], ο [[δικαστικός]] [[κλητήρας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκβιβαστοῦ, ὁ, one who executes a sentence, Aq.De.16.18, Lyd.Mag.3.11,12, Cod.Just.3.2.4.2.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 jur. escriba, secretario de un tribunal de justicia, Aq.De.16.18.
2 biz. procurador, abogado trad. de lat. executor τῆς λαμπρᾶς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PLaur.159.3 (V d.C.), τῆς Ἀρκάδων ἐπαρχίας POxy.4399.4 (VI d.C.), cf. Lyd.Mag.3.11, ἐ. τοῦ πράγματος trad. de lat. executor negotii, PMasp.32.27 (VI d.C.), cf. PKlein.Form.983 (IV/V d.C.), Cod.Iust.3.2.4.2, Iust.Nou.112.2, 124.3, POxy.1879.6, 1881.5 (ambos V d.C.), PSI 891.4 (V/VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 754] ὁ, der Aussetzer, Ausführer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβῐβαστής: -οῦ, ὁ, ὑπηρέτης προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, ὅστις μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκβιβαστής)
νεοελλ.
αυτός που ξεφορτώνει πλοία
αρχ.
αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας.