ἀνατυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatylisso
|Transliteration C=anatylisso
|Beta Code=a)natuli/ssw
|Beta Code=a)natuli/ssw
|Definition=Att. ἀνατυλίττω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unroll]], βιβλία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ind.</span>16</span>: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Nigr.</span>7</span>.</span>
|Definition=Att. [[ἀνατυλίττω]], [[unroll]], βιβλία Luc.''Ind.''16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.''Nigr.''7.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀνατῠλίσσω''': Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desenrollar]] βιβλία Luc.<i>Ind</i>.16.<br /><b class="num">2</b> fig. [[repasar]] mentalmente λόγους Luc.<i>Nigr</i>.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1<i>Ep.Clem</i>.31.1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τυλίσσω]].
|btext=[[dérouler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τυλίσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατῠλίσσω:''' атт. ἀνατῠλίττω<br /><b class="num">1</b> [[разворачивать]], [[развертывать]] (βιβλία Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[снова обдумывать]] (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desenrollar]] βιβλία Luc.<i>Ind</i>.16.<br /><b class="num">2</b> fig. [[repasar]] mentalmente λόγους Luc.<i>Nigr</i>.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1<i>Ep.Clem</i>.31.1.
|lstext='''ἀνατῠλίσσω''': Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνατυλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] βιβλία διπλωμένα σε [[σχήμα]] ειληταρίου, [[ξεδιπλώνω]], [[ξετυλίγω]]<br />2.[[ξετυλίγω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναπολώ]].
|mltxt=[[ἀνατυλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] βιβλία διπλωμένα σε [[σχήμα]] ειληταρίου, [[ξεδιπλώνω]], [[ξετυλίγω]]<br />2. [[ξετυλίγω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναπολώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατῠλίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[εκτυλίσσω]], [[ξεδιπλώνω]], [[ανοίγω]], <i>βιβλία</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνατῠλίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[εκτυλίσσω]], [[ξεδιπλώνω]], [[ανοίγω]], <i>βιβλία</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατῠλίσσω:''' атт. ἀνατῠλίττω<br /><b class="num">1)</b> разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);<br /><b class="num">2)</b> снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[unroll]], βιβλία Luc.
|mdlsjtxt=to [[unroll]], βιβλία Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατῠλίσσω Medium diacritics: ἀνατυλίσσω Low diacritics: ανατυλίσσω Capitals: ΑΝΑΤΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: anatylíssō Transliteration B: anatylissō Transliteration C: anatylisso Beta Code: a)natuli/ssw

English (LSJ)

Att. ἀνατυλίττω, unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.

Spanish (DGE)

1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.

French (Bailly abrégé)

dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατῠλίσσω: атт. ἀνατῠλίττω
1 разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);
2 снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.

Greek Monolingual

ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2. ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.

Greek Monotonic

ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.

Middle Liddell

to unroll, βιβλία Luc.