φίλητρον: Difference between revisions
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filitron | |Transliteration C=filitron | ||
|Beta Code=fi/lhtron | |Beta Code=fi/lhtron | ||
|Definition=τό, the primary form of [[φίλτρον]], acc. to | |Definition=τό, the primary form of [[φίλτρον]], acc. to ''EM''795.17; [[falsa lectio|f.l.]] in ''AP''11.218 (Crates). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, the primary form of φίλτρον, acc. to EM795.17; f.l. in AP11.218 (Crates).
German (Pape)
[Seite 1277] τό, Liebeshandel, verliebtes Abenteuer, φίλητρα ἀείδειν Crates gramm. ep. (XI, 218); auch = φίλτρον, Nähe Choeril. p. 98.
Russian (Dvoretsky)
φίλητρον: τό Anth. = φίλτρον.
Greek (Liddell-Scott)
φίλητρον: τό, ὁ πρῶτος τύπος τῆς λέξεως φίλτρον, κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 795, 15· ― ἐν Ἀνθ. Π. 11. 218, ὁ Dobree ἀνέγνω Φιλητᾶ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο
2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ' ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα -τρον (πρβλ. κόσμητρον)].