ἡλιόβολος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliovolos | |Transliteration C=iliovolos | ||
|Beta Code=h(lio/bolos | |Beta Code=h(lio/bolos | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιόβολον, [[exposed to the sun]], [[sunny]], of places, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.12.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡλιόβολον, exposed to the sun, sunny, of places, Thphr. CP 4.12.3.
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αείβολος, καλλίβολος].