Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκτιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktios
|Transliteration C=aktios
|Beta Code=a)/ktios
|Beta Code=a)/ktios
|Definition=ον, (ἀκτή α) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the sea-shore</b>, of Pan as god of the coast, <span class="bibl">Theoc.5.14</span>; of Apollo, <span class="bibl">A.R.1.404</span>.</span>
|Definition=ἄκτιον, ([[ἀκτή]] α) [[of the sea-shore]], of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of [[Apollo]], A.R.1.404.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ον, am Gestade ([[ἀκτή]]); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ [[ἄκτιον]], die Küste, Ael. H. A. 13, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ον, am Gestade ([[ἀκτή]]); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ [[ἄκτιον]], die Küste, Ael. H. A. 13, 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[du littoral]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄκτιος]] -α -ον [2. [[ἀκτή]] die hoort bij de kust, kust-.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκτιος:''' [[прибрежный]], [[береговой]] (эпитет Пана) Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκτιος''': -ον, ([[ἀκτὴ]]) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. [[ἁλίπλαγκτος]], [[λιμενίτης]].
|lstext='''ἄκτιος''': -ον, ([[ἀκτὴ]]) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. [[ἁλίπλαγκτος]], [[λιμενίτης]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκτιος:''' прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />[[haunting]] the [[shore]], of Pan, Theocr.
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />[[haunting]] the [[shore]], of Pan, Theocr.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄκτιος]] -α -ον [2. [[ἀκτή]] die hoort bij de kust, kust-.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτιος Medium diacritics: ἄκτιος Low diacritics: άκτιος Capitals: ΑΚΤΙΟΣ
Transliteration A: áktios Transliteration B: aktios Transliteration C: aktios Beta Code: a)/ktios

English (LSJ)

ἄκτιον, (ἀκτή α) of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.

German (Pape)

[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτιος -α -ον [2. ἀκτή die hoort bij de kust, kust-.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτιος: прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.

Greek Monolingual

ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή
1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.

Greek Monotonic

ἄκτιος: -ον (ἀκτή), αυτός που ζει στην ακροθαλασσιά, συχνάζει στην παραλία, λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀκτή
haunting the shore, of Pan, Theocr.