νεότμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neotmitos
|Transliteration C=neotmitos
|Beta Code=neo/tmhtos
|Beta Code=neo/tmhtos
|Definition=Dor. νεό-τμᾱτος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">newly cut off, divided</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>80d</span>, <span class="bibl">Theoc.7.134</span>, <span class="bibl">A.R. 3.857</span>, Dsc.2.70.</span>
|Definition=Dor. [[νεότματος]], ον, [[newly cut off]], [[divided]], Pl.''Ti.''80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement coupé <i>ou</i> taillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεότμητος:''' дор. [[νεότματος|νεότμᾱτος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[свежесрезанный]] (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[свежескроенный]] (κρηπῖδες Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεότμητος''': Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.
|lstext='''νεότμητος''': Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />nouvellement coupé <i>ou</i> taillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
|mltxt=, -ο (Α [[νεότμητος]] και δωρ. τ. νεότματος, -ον)<br />αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[ρινότμητος]], [[ημίτμητος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεότμητος:''' Δωρ. -τμᾶτος, -ον, [[φρεσκοκομμένος]], αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που [[μόλις]] αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε [[πριν]] λίγο, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,<br />[[newly]] cut, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότμητος Medium diacritics: νεότμητος Low diacritics: νεότμητος Capitals: ΝΕΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neótmētos Transliteration B: neotmētos Transliteration C: neotmitos Beta Code: neo/tmhtos

English (LSJ)

Dor. νεότματος, ον, newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεότμητος: дор. νεότμᾱτος 2
1 свежесрезанный (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);
2 свежескроенный (κρηπῖδες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, -ον)
αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινότμητος, ημίτμητος].

Greek Monotonic

νεότμητος: Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,
newly cut, Theocr.