Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προμηθευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=promitheftikos
|Transliteration C=promitheftikos
|Beta Code=promhqeutiko/s
|Beta Code=promhqeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">using forethought</b>, <span class="bibl">Eust.797.39</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.1375.60</span>.</span>
|Definition=προμηθευτική, προμηθευτικόν, [[using forethought]], Eust.797.39. Adv. [[προμηθευτικῶς]] Id.1375.60.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμηθευτικός''': -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.
|lstext='''προμηθευτικός''': -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προμηθευτικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[προμηθεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην [[προμήθεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό [[γραφείο]])<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προμηθευτικά</i><br />[[αμοιβή]] ή [[κέρδος]] προμηθευτή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προμηθευτικός]] [[συνεταιρισμός]]» — [[συνεταιρισμός]] από τον οποίο τα [[μέλη]] του προμηθεύονται τα αναγκαία [[αγαθά]] σε [[τιμή]] κόστους<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προβλέπει, που προνοεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προμηθευτικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθευτικός Medium diacritics: προμηθευτικός Low diacritics: προμηθευτικός Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: promētheutikós Transliteration B: promētheutikos Transliteration C: promitheftikos Beta Code: promhqeutiko/s

English (LSJ)

προμηθευτική, προμηθευτικόν, using forethought, Eust.797.39. Adv. προμηθευτικῶς Id.1375.60.

German (Pape)

[Seite 734] ή, όν, der Vorsorge, Vorsicht od. Klugheit anzuwenden pflegt, Eust. 714, 27.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθευτικός: -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προμηθευτικός, -ή, -όν, ΝΜ προμηθεύω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια
2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά
αμοιβή ή κέρδος προμηθευτή
4. φρ. «προμηθευτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός από τον οποίο τα μέλη του προμηθεύονται τα αναγκαία αγαθά σε τιμή κόστους
μσν.
αυτός που προβλέπει, που προνοεί.
επίρρ...
προμηθευτικῶς Μ
κατά τρόπο προνοητικό.