δυσέλεγκτος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyselegktos | |Transliteration C=dyselegktos | ||
|Beta Code=duse/legktos | |Beta Code=duse/legktos | ||
|Definition= | |Definition=δυσέλεγκτον, [[hard to refute]], of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.''Pisc.''17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de refutar]] de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.<i>Pisc</i>.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación</i> Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.<i>in Phd</i>.174, Ammon.<i>in Int</i>.252.2<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ δυσέλεγκτον]] = [[dificultad de ser refutado]] (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.<i>in Ph</i>.59.6.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de vencer]], [[invencible]] neutr. subst. [[τὸ δυσέλεγκτον]] = [[dificultad de vencer]], [[invencibilidad]] τοῦ σκότους Const.<i>Or.S.C</i>.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à convaincre]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐλέγχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσέλεγκτος:''' [[с трудом поддающийся убеждению]] ([[ἀλαζὼν]] καὶ δ. Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17. | |lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]έλεγκτος, ον [[ἐλέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσέλεγκτον, hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
•subst. τὸ δυσέλεγκτον = dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δυσέλεγκτον = dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
δυσέλεγκτος: с трудом поддающийся убеждению (ἀλαζὼν καὶ δ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
Greek Monolingual
δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.
Greek Monotonic
δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.
Middle Liddell
δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω
hard to refute, Luc.