ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepiplektos
|Transliteration C=anepiplektos
|Beta Code=a)nepi/plektos
|Beta Code=a)nepi/plektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without connexion with others, isolated, not interwoven</b>, <span class="bibl">Str.2.5.8</span>, al.</span>
|Definition=ἀνεπίπλεκτον, [[without connection with others]], [[isolated]], [[not interwoven]], Str.2.5.8, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inaccesible]] subst. τὸ ἀ. [[inaccesibilidad]] τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans liaison avec, τινι ; isolé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιπλέκω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπίπλεκτος''': -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐπί, [[πλέκω]]<br />without [[connection]] with others, [[isolated]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίπλεκτος Medium diacritics: ἀνεπίπλεκτος Low diacritics: ανεπίπλεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepíplektos Transliteration B: anepiplektos Transliteration C: anepiplektos Beta Code: a)nepi/plektos

English (LSJ)

ἀνεπίπλεκτον, without connection with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.

German (Pape)

[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: , ἐπιπλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεπίπλεκτος: -ον (ἐπί, πλέκω), αυτός που δεν έχει επικοινωνία ή σύνδεση με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.

Middle Liddell

[ἐπί, πλέκω
without connection with others, isolated, Strab.