φαινόλις: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (LSJ1 replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fainolis | |Transliteration C=fainolis | ||
|Beta Code=faino/lis | |Beta Code=faino/lis | ||
|Definition=ἡ, (φαίνω) | |Definition=ἡ, ([[φαίνω]]) [[light-bringing]], [[light-giving]], ἠώς ''h.Cer.''51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[brillante]].<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]]. | |lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α<br />αυτή που φέρνει φως, [[φωσφόρος]] («ἀλλ' ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠώς», Ύμν. Δήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όλις</i>, θηλ. του -<i>όλης</i> ( | |mltxt=και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α<br />αυτή που φέρνει φως, [[φωσφόρος]] («ἀλλ' ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠώς», Ύμν. Δήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όλις</i>, θηλ. του -<i>όλης</i> ([[πρβλ]]. [[μαινόλις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (φαίνω) light-bringing, light-giving, ἠώς h.Cer.51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
brillante.
Étymologie: φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόλις: ἡ, (φαίνω) ἡ λαμπρά, ἡ φωσφόρος, ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... αὔως = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. μαινόλις.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α
αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ' ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα -όλις, θηλ. του -όλης (πρβλ. μαινόλις)].
Greek Monotonic
φαινόλις: ἡ (φαίνω), αυτή που φέρνει το φως, αστραφτερή, σε Ομηρ. Ύμν.