καμπεσίγυιος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampesigyios | |Transliteration C=kampesigyios | ||
|Beta Code=kampesi/guios | |Beta Code=kampesi/guios | ||
|Definition= | |Definition=καμπεσίγυιον, [[bending the limbs]], <b class="b3">παίγνια κ.</b> [[puppets]], Orph.''Fr.''34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
καμπεσίγυιον, bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.
German (Pape)
[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαόγυιος, ιμερόγυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].