ἀκαμπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akamptopous
|Transliteration C=akamptopous
|Beta Code=a)kampto/pous
|Beta Code=a)kampto/pous
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with unbending foot]], ἐλέφαντες <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 15.148</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, [[with unbending foot]], ἐλέφαντες [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.148.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν [[que no dobla el pie]] ἐλέφαντες Nonn.<i>D</i>.15.148.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
|lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν [[que no dobla el pie]] ἐλέφαντες Nonn.<i>D</i>.15.148.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. <i>D</i>. 15.148, <i>mit unbiegsamem Fuße</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμπτόπους Medium diacritics: ἀκαμπτόπους Low diacritics: ακαμπτόπους Capitals: ΑΚΑΜΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: akamptópous Transliteration B: akamptopous Transliteration C: akamptopous Beta Code: a)kampto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn. D. 15.148.

Spanish (DGE)

-ουν que no dobla el pie ἐλέφαντες Nonn.D.15.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.

Greek Monolingual

ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς.

German (Pape)

ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. D. 15.148, mit unbiegsamem Fuße.