πίκρα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikra
|Transliteration C=pikra
|Beta Code=pi/kra
|Beta Code=pi/kra
|Definition=ἡ, an <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">antidote</b>, '<b class="b2">higry-pigry</b>' (i.e. <b class="b3">ἱερὰ π</b>.), <span class="bibl">Alex.Trall.7.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Febr.</span>6</span>.</span>
|Definition=ἡ, an [[antidote]], '[[higry-pigry]]' (i.e. <b class="b3">ἱερὰ π.</b>), Alex.Trall.7.6, ''Febr.''6.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν·1.η [[ιδιότητα]] του πικρού, η [[πικράδα]] («η [[πίκρα]] του κινίνου»)<br /><b>2.</b> η [[πικρία]], η [[βαθιά]] [[λύπη]] («[[οπού]] το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κιχώριο]], αλλ. [[πικράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[πικραίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[γλυκαίνω]] > [[γλύκα]])].
|mltxt=η, Ν·1.η [[ιδιότητα]] του πικρού, η [[πικράδα]] («η [[πίκρα]] του κινίνου»)<br /><b>2.</b> η [[πικρία]], η [[βαθιά]] [[λύπη]] («[[οπού]] το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κιχώριο]], αλλ. [[πικράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[πικραίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[γλυκαίνω]] > [[γλύκα]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίκρα Medium diacritics: πίκρα Low diacritics: πίκρα Capitals: ΠΙΚΡΑ
Transliteration A: píkra Transliteration B: pikra Transliteration C: pikra Beta Code: pi/kra

English (LSJ)

ἡ, an antidote, 'higry-pigry' (i.e. ἱερὰ π.), Alex.Trall.7.6, Febr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πίκρα: ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.

Greek Monolingual

η, Ν·1.η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα («η πίκρα του κινίνου»)
2. η πικρία, η βαθιά λύπηοπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι)
3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ. γλυκαίνω > γλύκα)].