προλόβιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prolovion
|Transliteration C=prolovion
|Beta Code=prolo/bion
|Beta Code=prolo/bion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lower lobe of the ear]], <span class="bibl">Poll.2.85</span>, Hsch.; cf. [[προβόλιον]].</span>
|Definition=τό, [[lower lobe of the ear]], Poll.2.85, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[προβόλιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προλόβιον''': τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον [[προλόβιον]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 85.
|lstext='''προλόβιον''': τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον [[προλόβιον]]» Πολυδ. Β΄, 85.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πρόλοβος]]<br />το κατώτατο σαρκώδες [[τμήμα]] του αφτιού.
|mltxt=τὸ, Α [[πρόλοβος]]<br />το κατώτατο σαρκώδες [[τμήμα]] του αφτιού.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλόβιον Medium diacritics: προλόβιον Low diacritics: προλόβιον Capitals: ΠΡΟΛΟΒΙΟΝ
Transliteration A: prolóbion Transliteration B: prolobion Transliteration C: prolovion Beta Code: prolo/bion

English (LSJ)

τό, lower lobe of the ear, Poll.2.85, Hsch.; cf. προβόλιον.

German (Pape)

[Seite 733] τό, das äußerste, hangende Ohrläppchen, Poll. 2, 85 u. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προλόβιον: τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες μέρος τοῦ ὠτός, «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον προλόβιον» Πολυδ. Β΄, 85.

Greek Monolingual

τὸ, Α πρόλοβος
το κατώτατο σαρκώδες τμήμα του αφτιού.